- φωτοφάνεια
- η(φυσ.), ενδοπτικό φαινόμενο που προκαλείται όταν πιεστεί ο αμφιβληστροειδής του ματιού, οπότε βλέπουμε φωτεινό ίνδαλμα.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
φωτοφάνεια — η, ΝΜΑ, και φωτοφάνια Α [φωτοφανής] εμφάνιση φωτός νεοελλ. οπτική ψευδαίσθηση, φωτοψία αρχ. εκκλ. 1. παρουσία Θεού 2. πνευματικός φωτισμός, μετάδοση θείας χάρης … Dictionary of Greek
φωτοφανείας — φωτοφανείᾱς , φωτοφάνεια illumination fem acc pl φωτοφανείᾱς , φωτοφάνεια illumination fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φωτοφανείαις — φωτοφάνεια illumination fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φωτοφάνειαν — φωτοφάνεια illumination fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φωτοφάνια — ἡ, Α βλ. φωτοφάνεια … Dictionary of Greek
ԼՈՒՍԵՐԵՒՈՒԹԻՒՆ — ( ) NBH 1 0902 Chronological Sequence: 8c գ. φωτοφανεία illustratio. Լուսաւոր երեւումն կամ յայտնութիւն. լուսաթայլութիւն. լուսաւորութիւն. *Ամենայն հարաշարժ լուսերեւութեանյառաջճանապարհ ʼի մեզբարետրապէս ընթացեալ: ամպոյ տեսակաւ զնախերեւակ… … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)
φωτοψία — η η φωτοφάνεια (βλ. λ.) … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)